"Ω να μπορούσανε, λέει και τα οργανωμένα κράτη να διαμορφώσουν μια
δημόσια ζωή με νόμους σαν αυτούς που διέπουν το άτομο. Να επιφοιτούσε
στα κοινά η ψυχή, και μια διαταγή του Υπουργείου Υγείας να ξαπόστελνε
στα εργοστάσια επεξεργασίας απορριμμάτων όλες τις πενταροδεκάρες των
συμφερόντων, για να βγουν έστω και λίγα γραμμάρια ομορφιάς. Να έπαιρνε
πότε πότε η Συνεδρίαση του Κοινοβουλίου τις προεκτάσεις που παίρνει ένα
δάκρυ όταν διαθλά τις αθλιότητες όλες και απομένει να λάμπει σαν
μονόπετρο.
Κοντολογίς, να μπορούσαν και τη σημασία των λαών να τη μετράνε όχι
από το πόσα κεφάλια διαθέτουνε για μακέλεμα, όπως συμβαίνει στις ημέρες
μας, αλλά απ’ το πόση ευγένεια παράγουν, ακόμη και κάτω από τις πιό
δυσμενείς και βάναυσες συνθήκες, όπως ο δικός μας ο λαός στα χρόνια της
Τουρκοκρατίας, όπου το παραμικρό κεντητό πουκάμισο, το πιό φτηνό
βαρκάκι, το πιό ταπεινό εκκλησάκι, το τέμπλο, το κιούπι, το χράμι, όλα
τους αποπνέανε μιάν αρχοντιά κατά τι ανώτερη των Λουδοβίκων.
Τι σταμάτησε αυτά τα κινήματα της ψυχής που αξιώθηκαν κι
έφτασαν ως τις κοινότητες; Ποιός καπάκωσε μιά τέτοιου είδους αρετή,
που μπορούσε μια μέρα να μας οδηγήσει σ’ ένα ιδιότυπο, κομμένο στα μέτρα της χώρας πολίτευμα;
Όπου το κοινόν αίσθημα να συμπίπτει με κείνο των αρίστων. Τι έγινε η
φύση που μαντεύουμε αλλά δεν τη βλέπουμε; Ο αέρας που ακούμε αλλά δεν
τον εισπνέουμε;"