Πέμπτη 29 Σεπτεμβρίου 2011

Γενιά των φύλλων των ανθρώπων η γενιά


Είναι φορές στη ζωή των ανθρώπων που οι λέξεις τούς φαίνονται ανούσιες κι ανόητες· τιποτένιες και προδοτικές. Ακόμα και η ίδια η πράξη της σκέψης τούς μοιάζει τότε απαράδεκτη, γιατί, έστω κι αν έχουν πειστεί από το πολύ φαρμάκι να αντιστρέψουν τον Σεφέρη και να πουν πως «είμαστε άνθρωποι μόνο για να πονούμε», κρίνουν απαράδεκτο τον ίδιο τον πόνο που τους τσάκισε· δεν τον υπολογίζουν σαν όλους τους υπόλοιπους, τους «συνήθεις», που, ακολουθώντας ακόμα κι αθέλητά τους μια μυριόχρονη επιβιωτική πρακτική τόσο καλά αφομοιωμένη που να μην είναι καν αισθητή η ύπαρξή της, τους χρησιμοποιούν για ν' αντέξουν, για να ενισχύσουν το φρόνημά τους, ίσως και για να μεταπλάσουν σε κάποιας μορφής τέχνη τον σπαραγμό τους. Είναι φορές λοιπόν που πρέπει να πολεμήσεις με την απέχθεια για τις λέξεις, με την άρνηση της ίδιας της υπόστασής τους, με το μίσος για όσα λένε και για όσα αδυνατούν να συλλάβουν και να αποδώσουν. Είναι τότε που το ουρλιαχό φαντάζει νοηματικά πλουσιότερο και κυριολεκτικότερο από οποιαδήποτε παρηγορητική φιλοσοφία· τότε που οποιαδήποτε προσπάθεια να συνταχθούν τα ασύντακτα και να ειπωθούν τα μη φωνητά, μοιάζει αδάπανο φιλολόγημα και ανεπίτρεπτη ωραιολογία. Πώς τάχα αποκτάς γνώση και γνώμη για τα πυρωμένα κάρβουνα όταν τα πιάνεις με ψυχρές λαβίδες και με πυρίμαχα γάντια...

Γυρνάει ο καθείς από τον άναυδο πόνο ή από τον τρόπο του ουρλιαχτού στον συνταγμένο κόσμο παίρνοντας τον δικό του βασανιστικό δρόμο, το δικό του μονοπατάκι - και, το ξέρουμε, δεν γυρνάνε όλοι οι ναυαγισμένοι· η λερναία πίκρα μπορεί να σε καταπιεί, να θρυμματίσει μονομιάς όσους θώρακες πίστεψες πως απέκτησες με καιρό και με κόπο. Ο δικός μου δρόμος, εδώ, τώρα, για να γυρίσω από τον τρόπο της παγωμένης αλαλίας ή της κραυγής στον κόσμο της γραφής, και μάλιστα της δημόσιας γραφής, είναι ο κόσμος της ανάγνωσης. Να διαβάσω, όχι για να διαβώ σε κάποιο ψύχραιμο «απέναντι», αλλά για να κατέβω βαθύτερα στο «εκεί»: εκεί όπου ο χρόνος ρουφιέται από μια μαύρη τρύπα, κι η ψυχή μαζί του, και ο μοναδικός τρόπoς διαφυγής είναι το «αν», ειπωμένο είτε με τον τρόπο του Ελύτη μετατονισμένο και προσαρμοσμένο στη δεινή ανάγκη, «Η λέξη της ζωής σου η μία εάν...», είτε με τον τρόπο του ριζίτικου τραγουδιού για έναν άγουρο που νιότη δεν εχάρη γιατί τον πρόλαβε ο «σκληροκάρδης» με την μπαμπεσιά που δίκαια του αποδίδει η δημοτική μας ποίηση: «Χριστέ, και να 'τον παρεμπρός, και να 'τον παραπίσω». Αυτό το ψυχοφάγο «αν», ή το «μακάρι», απευθυνόμενο σε θεότητες άφαντες ή αδιάφορες, τσακίζει και κόκαλα που πίστεψαν αναίτια πως ανήκουν στα γερά· μια τριχούλα χρόνου, μια τριχούλα που κόβει βιαιότατα κι απότομα τον χρόνο στα δύο, στον ενεστώτα και στον αδυσώπητο αόριστο, στο εδώ και στο εκεί. Ναι. Μάλλον δεν λάθεψαν οι γνωστικοί αρχαίοι που μια από τις μυθολογικές τους αφηγήσεις για τη χαμένη αθανασία τη συνάρτησαν με μια τρίχα στην κεφαλή του Πτερέλαου· εύκολο ήταν να κοπεί, εύκολο να γυρίσει ο άνθρωπος στη θνητότητά του, σε ένα «εκεί» που σε θέτει εντός χρόνου, στη μνήμη των περιλειπομένων, πλην εκτός κόσμου.

Μ' αυτό το «εκεί», με τη μοίρα των βροτών ανθρώπων, πολέμησαν αμέτρητοι ποιητές και στοχαστές. Και έφτασαν στην κορυφή της σκέψης τους ακριβώς όταν συλλάβισαν απλά το αυτονόητο, το δεδομένο, όταν έδωσαν μορφή στο ασφυκτικό κοινό αίσθημα. Αυτό συνέβη από τον Ομηρο και το «γενιά των φύλλων των ανθρώπων η γενιά» της «Ιλιάδας» του («οίη περ φύλλων γενεή, τοίη δε και ανδρών»), στον Αισχύλο και το «μα ποιος, εξόν θεός, όλο το βίο του τον γεύτηκε απίκραντο;» του «Αγαμέμνονά» του («τις δε πλην θεών άπαντ' απήμων τον δι' αιώνος χρόνον;»), ώς τον Οδυσσέα Ελύτη και το συμπέρασμά του, στα «Ελεγεία της Οξώπετρας», πως «η αλήθεια μόνον έναντι θανάτου δίδεται», μια αλήθεια ωστόσο που την έχεις διδαχθεί κατ' επανάληψη εν ζωή. Αλλά, για το δικό μου μυαλό, κι όχι μονάχα στην ταραχή του πάνω, η ποίηση που φανέρωσε και ιστόρησε το «εκεί» έτσι όπως είναι, όπως πρέπει να είναι, γυμνό και φαρμακωμένο, δίχως την παραμυθητική προσδοκία της ανάβασης από τη Κατωγή ή της ανάστασης, είναι η ποίηση των ανωνύμων, η συλλογική, εκείνη όπου κάθε στιχάκι, κάθε λεξούλα, κάθε τσάκισμα ειπώθηκε και ξαναειπώθηκε, τονίστηκε και ξανατονίστηκε, οξύνθηκε και ξαναοξύνθηκε από τον πόνο αναρίθμητων ανθρώπων που βρέθηκαν ξαφνικά σακατεμένοι και από ξόδι σε ξόδι, από μοιρολόι σε μοιρολόι, φύτεψαν πέτρες στο χώμα για να 'χουμε ν' ακουμπάμε οι επόμενοι, να μην κλαδευτούμε.

Να μια τέτοια πέτρα, γερό αγκωνάρι, με ρίζες οχτώ να το στεριώνουν στο χώμα, όσες και οι στίχοι του, ένα ποίημα που αμέτρητοι άνθρωποι μπορούν δίκαια να πιστέψουν πως πλάστηκε γι' αυτούς ειδικά: «Βάσταξον, καρδιά, βάσταξον, κάμποσα χρόνια κι άλλο, / όπως βαστούνε τα ραχιά την βαρυχειμωνίαν, / όπως βαστάζ'νε τα δεντρά την παραγρανεμίαν, / όπως βαστάζ' η θάλασσα τη κοσμί' τα καράβια, / όπως βαστάζ' ο ουρανόν εκείνα όλα τ' άστρια, / όπως βαστάζ' το σίδερον την βαρυτσακουτσέαν, / όπως βαστάζ' το χάλκωμαν σ' ση καζαντζή τα χέρια. / Βάσταξον, καρδιά, βάσταξον, αν θελτς και αν 'κί θέλεις». Για δημοτικό τραγούδι του Πόντου πρόκειται, που το εξέδωσε το 1960, μαζί με πολλά άλλα, ο Πάνος Λαμψίδης, ο οποίος και το απέδωσε ως εξής στη νεοελληνική: «Βάστα, καρδιά μου, βάσταξε κάμποσα χρόνια κι άλλο, / καθώς βαστάζουν τα βουνά τους πιο βαριούς χειμώνες, / καθώς βαστάζουν τα δεντρά τον δυνατόν αγέρα, / καθώς βαστάει η θάλασσα του κόσμου τα καράβια, / καθώς βαστάει ο ουρανός όλα τ' αστέρια εκείνα, / καθώς βαστά το σίδερο βαριού σφυριού τον χτύπο, / καθώς βαστά το χάλκωμα στου σιδερά τα χέρια. / Βάστα, καρδιά μου, βάσταξε, αν θέλεις κι αν δεν θέλεις».

Από τον γύρω του κόσμο, τον ψηλαφητό, δανείζεται εικόνες αντοχής ο φυσικός άνθρωπος, για να παραδειγματιστεί και, με την προς εαυτόν εντολή, με αυτό το τετράκις επαναλαμβανόμενο «βάσταξον», να μοιραστεί την υποχρέωση της υπομονής με όλους τους υπόλοιπους, συγγενείς, φίλους, συντοπίτες, συμπολεμιστές σε έναν σκληρό αγώνα που το δεδομένο τέλος του δεν του μειώνει την αξία· για μια σκυτάλη καρτερίας πρόκειται που την παραλαμβάνεις για να την παραδώσεις άθικτη. Με το σίδερο και με τον χαλκό παραλληλίζεται εδώ η καρδιά του ανθρώπου, που τη σφυροκοπούν δίχως σταματημό οι απώλειες, τα πένθη εκείνα που κανένα επίθετο δεν είναι αντάξιό τους, κι αν χρησιμοποιήσεις οποιοδήποτε τα αδικείς και τα προσβάλλεις. Κι αυτή η καρδιά πρέπει ν' αντέξει. Θέλει δεν θέλει. Ν' αντέξει σαν αντίψυχο για την άλλη που σώπασε.

Εγραψα όσα έγραψα για να πω και με αυτόν τον τρόπο, και από εδώ, ολόψυχο το ευχαριστώ μου σε όσους είχαν την καλοσύνη να στείλουν σε μένα και στους δικούς μου ζεστό αυτό το πολύτιμο «βάσταξον», με έναν από τους τόσους τρόπους της γραφής, το δημοσιογράφημα, το τηλεγράφημα, το γράμμα, το μήνυμα στο κινητό, στον υπολογιστή, στο Διαδίκτυο, τη φωνή, αυτήν την αμεσότερη γραφή. Ας μετρηθεί παρακαλώ το ευχαριστώ μας όσο θερμό το «βάσταξόν» τους.


Tου Παντελη Μπουκαλα



Τετάρτη 28 Σεπτεμβρίου 2011

Η χαμένη τιμή του χλιδόφτωχου (Κώστας Μπαξεβάνης)

Χειρότερο απ’ το βλέμμα ενός δαρμένου σκύλου είναι το βλέμμα ενός ανθρώπου σαν δαρμένου σκύλου. Το βλέμμα του φόβου που δεν τον φιλτράρει η λογική, που δεν τον αναιρεί καμιά ελπίδα. Δεν υπάρχει χειρότερος φόβος απ’ τον αόριστο φόβο. Δεν ξέρεις τι πρέπει να φοβάσαι και καταλήγεις να φοβάσαι τα πάντα. Λίγο πριν απ’ το τέλος, φοβάσαι τον φόβο σου και καταλήγεις να φοβάσαι τον εαυτό σου.

Γέμισαν οι δρόμοι τέτοια βλέμματα. Άνθρωποι που δεν ξέρουν τι πρέπει να φοβούνται, σαν τα σκυλιά που περιμένουν το χτύπημα. Πού πάμε; Τι θα μας συμβεί; Κανένας δεν μπορεί ν’ απαντήσει αλλά και κανένας δεν θέλει. Τι κακό θα συμβεί; Θα χάσουμε τη δουλειά μας, το σπίτι; Θ’ αναγκαστούμε να ζήσουμε με λιγότερα; Η τηλεόραση 52 ιντσών δεν θα προσφέρει καμιά απόλαυση; Θ’ αναγκαστούμε να ψάχνουμε στα σκουπίδια; Θα είμαστε υποχρεωμένοι να πίνου- με ρετσίνα με τον γείτονα που δεν γνωρίζουμε καν, όπως σ’ εκείνες τις ταινίες με τον Ρίζο και τη Βλαχοπούλου; Υπάρχει περίπτωση να χτυπήσει η πόρτα και να είναι ο διπλανός που ζητάει ένα λεμόνι; Ποιο απ’ όλα είναι το δικό μας σενάριο;

Δεν είμαι σίγουρος πως η πτώχευση είναι η καταστροφή της Ελλάδας. Προσπαθώ να καταλάβω τι είναι αυτό που θα πτωχεύσει. Η Παιδεία των προσωπικών Πανεπιστημίων και της κομματικής συναλλαγής; Οι εφορίες της διαφθοράς; Τα νοσοκομεία με το φακελάκι; Μήπως θα συντριβεί το πολιτικό μας σύστημα, αυτή η μεγάλη αποθήκη με ψεύτες, φαφλατάδες και ανεπάγγελτους; Θ’ αναγκαστεί ο Δημήτρης Ρέππας να γίνει οδοντογιατρός, ο Καραμανλής δικηγόρος και ο Βενιζέλος αδύνατος; Ποια, αλήθεια, είναι η μεγάλη καταστροφή που φοβόμαστε;

Υπάρχουν πολλά που θα χάσουμε, αλλά δεν ξέρω αν είναι αυτά που δικαιούμαστε και πολύ περισσότερο αυτά που χρειαζόμαστε. Στη γειτονιά μου θα κλείσουν τα 7 καταστήματα μανικιούρ-πεντικιούρ και τα 6 κομμωτήρια και θα μείνει μόνο ο ένας φούρνος που θα πουλάει είδος ανάγκης: ψωμί. Οι κυρίες θα πάψουν να ισορροπούν επικίνδυνα πάνω σε αφόρετες γόβες και τεχνητές επιθυμίες. Οι τράπεζες δεν θα έχουν διακοποδάνεια. Ο Ρέμος δεν θα βρίσκει κανέναν να του ρίξει δυο γαρύφαλλα. Η Φιλιππινέζα δεν θ’ αναθρέφει πια τα παιδιά. Οι σύγχρονες μανάδες ίσως δεν θ’ αναφωνούν «δεν αντέχω», γιατί θ’ ανακαλύψουν τη σημασία και της λέξης και της αντοχής. Τα παιδιά μας, όταν βγάζουν με 10 το λύκειο, θα πηγαίνουν σε κάποια τεχνική σχολή και όχι στο ιδιωτικό Πανεπιστήμιο του Λονδίνου που αναλαμβάνει να βαφτίσει τους κατιμάδες επιστήμονες με το αζημίωτο.

Ίσως χρησιμοποιούμε το κινητό τηλέφωνο όπως σε όλη την Ευρώπη, για να επικοινωνούμε και όχι για να εξευτελιζόμαστε. Το «ουάου» θα πάψει να είναι το υποκατάστατο του οργασμού στις κουβέντες που ψάχνουν την επιβεβαίωση της ανοησίας. Μπορεί να ψάξουμε περισσότερο τον πραγματικό οργασμό, μαζί με τους κανονικούς ανθρώπους που θα μας κάνουν να τους εκτιμάμε. Θ’ αρχίσουμε να αξιολογούμε ποιος είναι ικανός και χρήσιμος και όχι αναγνωρίσιμος.Οι μανάδες δεν θα ζητάνε αυτόγραφο από την Τζούλια για τις κόρες τους.

Πιο πολύ, νομίζω, θα καταστρέψουμε με τα χέρια μας εκείνο το διεστραμμένο «εγώ» που επιμένει να μας αξιολογεί και να μας συγκρίνει με βάση τις πισίνες, τη μάρκα του αυτοκινήτου και τις κακόγουστες καρό ταπετσαρίες που φοράμε επειδή γράφουν Burberry. Μπορεί να μη θέλουμε πια να γίνουμε πλούσιοι, αλλά ουσιαστικοί. Μπορεί ίσως και ν’ αγαπηθούμε περισσότερο, ανακαλύπτοντας τη συλλογικότητα και το ενδιαφέρον για μια ζωή που είναι κοινή. Οι επιπόλαιοι θα ξαναγίνουν επιπόλαιοι και δεν θα είναι πια τρέντι.

Οι αγρότες θα επιστρέψουν στα χωράφια. Και οι Ουκρανές, που έτρωγαν τις ψεύτικες επιδοτήσεις, στα σπίτια τους. Στα καφενεία των χωριών θα συζητάνε ξανά ποιο παιδί πρόκοψε και όχι ποιο πήγε σε ριάλιτι. Οι DJs, οι image makers, οι κουρείς σκύλων, ίσως χρειαστεί να βρουν μια άλλη δουλειά.

Το σύστημα της αξιολόγησής μας θ’ αλλάξει και ίσως απαιτήσουμε πραγματικά να τιμωρηθούν αυτοί που τα έφαγαν. Παρουσία μας, πάντα. Ίσως δεν ξαναψηφίσουμε εκείνους που μας έφεραν σε αυτήν τη θέση. Και ίσως καταλάβουμε πως τα κοράκια του εξτρεμιστικού καπιταλισμού, που φαίνονταν καναρίνια μέσα από τα κουστούμια και τις τηλεοράσεις, ήταν αυτοί που μας εξαπάτησαν την ώρα που ζαλιζόμασταν με Johnnie Black. Ίσως ψάξουμε για μια πιο δίκαια ζωή, χωρίς να μετράμε την απόδοση δίκιου με τη σύγκριση τραπεζικών λογαριασμών.

Μπορεί ξαφνικά οι καλλιτέχνες ν’ αρχίσουν να παράγουν κι αυτοί, πατώντας σε αυτό που είναι ζωή και όχι στις κρατικές επιδοτήσεις, σαν να πουλάνε βαμβάκι, και στις δημόσιες σχέσεις.

Δεν είμαι σίγουρος πως όλα αυτά είναι κακά. Ναι, θα υπάρξουν χιλιάδες άνεργοι. Θα χτυπηθεί το Δημόσιο. Αυτό που βρίζουμε όλοι πως είναι αντιπαραγωγικό, μας ταλαιπωρεί και δεν μας εξυπηρετεί. Θ’ απολυθούν κάποιοι απ’ αυτούς που μπήκαν με ρουσφέτι, γλείψιμο, αναξιοπρέπεια. Τα επαρχιακά μουσεία της χώρας δεν θα έχουν δέκα κηπουρούς, θα καταργηθούν οι «Οργανισμοί Αναξιοπαθούντων Κορασίδων» και οι «Πολιτιστικοί σύλλογοι για τη σουρεαλιστική προσέγγιση της ζωής του Λάμπρου Κατσώνη». Οι ανύπαντρες κόρες αξιωματικών δεν θα παίρνουν επίδομα. Και όσες απ’ αυτές είναι επώνυμες δεν θα είναι «κατά του γάμου από άποψη», για να παίρνουν το επίδομα.

Φοβάμαι, όπως όλοι. Αλλά θέλω και να συντριβεί ένα σύστημα που αναπαράγει τη σαπίλα. Που βαφτίζει Δημοκρατία τον διεφθαρμενο του εαυτό, Δικαιοσύνη την ατιμωρησία του κι ευτυχία την κενότητα και τον ευδαιμονισμό. Φοβάμαι. Γι’ αυτό θέλω να τελειώνουμε.


http://www.youtube.com/watch?v=wpJZM-2LroE&feature=share <--- ένα πολύ καλοδουλεμένο ντοκιμαντέρ για τον καπιταλισμό της καταστροφής

Σάββατο 24 Σεπτεμβρίου 2011

για τον Χάμπο

Ένα παιδί κοιτούσε τα άστρα στο γνωστό διήγημα του Μενέλαου Λουντέμη. Ο 10χρονος Χαράλαμπος, από το χωριό... Αμπελικό στα ριζά του Λεσβιακού Ολυμπου, κοιτάει τα άλλα δυο-τρία παιδιά του χωριού του να πηγαίνουν στο σχολείο. Εκείνος όμως δεν μπορεί να πάει σχολείο. Το σχολείο, ένα σχολείο που να ανταποκρίνεται στις ανάγκες του, ένα σχολείο με τμήμα ένταξης, μια και διαπιστώθηκε πως είναι δυσλεκτικός, απέχει πολλά χιλιόμετρα από το χωριό του.

Και παρά τα όσα λέγονται για τα εκατομμύρια ευρώ που ξοδεύονται (πολλά σκανδαλωδώς) για τη μεταφορά των μαθητών από τα απομακρυσμένα χωριά στα σχολεία τους, ο Χαράλαμπος , από τότε που άνοιξαν τα σχολεία, δυο βδομάδες τώρα, δεν πάει σχολείο… Και το εντυπωσιακότερο όλων: ένα ολόκληρο σύστημα εκπαιδευτικών και πολιτικών δομών, που υποτίθεται ότι ασχολείται μαζί του, τον αγνοεί.

Ο Χαράλαμπος από το Αμπελικό, της ορεινής επαρχίας Πλωμαρίου, πήγαινε μέχρι και την περασμένη σχολική χρονιά στο διθέσιο Δημοτικό Σχολείο Νεοχωρίου μαζί με τα παιδιά από άλλα δύο χωριά, το Αμπελικό και το Ακράσι. Στα τέλη της χρονιάς, ο δάσκαλός του έσκυψε πάνω του και διαπίστωσε πως τα άσχημα γράμματά του και η αδυναμία του να εκφραστεί σωστά γραπτά δεν είχαν να κάνουν με το ότι ήταν κακός μαθητής. Ηταν απλώς δυσλεκτικός.

Με ταξί

Πράγμα που διαπιστώθηκε πολύ εύκολα από τους ειδικούς του αρμόδιου Κέντρου Διαφοροδιάγνωσης, Διάγνωσης και Υποστήριξης (ΚΕΔΔΥ) Λέσβου, οι οποίοι και πρότειναν ο Χαράλαμπος να πάει σε σχολείο με τμήμα ένταξης. Τέτοιο τμήμα ένταξης δεν λειτουργεί βέβαια στο διθέσιο Δημοτικό Σχολείο του Νεοχωρίου, που στο μεταξύ έγινε… μονοθέσιο ελλείψει δεύτερου δασκάλου! Εχουν όμως τμήμα ένταξης δύο «γειτονικά» σχολεία, αυτό της Αγιάσου και αυτό στο Πλωμάρι.

Το πρώτο απέχει 19 χιλιόμετρα από το σπίτι του, το δεύτερο απέχει 18 χιλιόμετρα.

Ο πατέρας του στον αγιασμό πριν από δύο εβδομάδες τον πήγε στο σχολείο της Αγιάσου. Εκεί όμως διαπίστωσε πως κανένα άλλο παιδί δεν μετακινείται προς την Αγιάσο, άρα θα υπήρχε πρόβλημα για να μεταφερθεί με το ταξί που η ελληνική πολιτεία πληρώνει για τη μεταφορά των μαθητών του μικρού χωριού στα σχολεία τους. «Είπα να το πάω στο Πλωμάρι. Απευθύνθηκα στην αρμόδια υπάλληλο της Διεύθυνσης Πρωτοβάθμιας Εκπαίδευσης (σ.σ. ο πατέρας του παιδιού ονοματίζει υπαρκτό πρόσωπο), που όμως κάθε μέρα μού λέει: “Αύριο θα δούμε…”», επισημαίνει ο Χρήστος .

Η προϊσταμένη Πρωτοβάθμιας Εκπαίδευσης Νομού Λέσβου, κ. Αναστασία Τσολερίδου, με την οποία επικοινωνήσαμε χθες, μιλά για τρία αυτοκίνητα που ανεβοκατεβάζουν παιδιά από τα ορεινά χωριά στα σχολεία του Πλωμαρίου. Τρία αυτοκίνητα, αλλά ο Χαράλαμπος μένει στο χωριό… «Να ζητήσει ο πατέρας να του καταβληθεί το επίδομα και να κατεβάζει το παιδί αυτός…».

Μένει στο σπίτι

Ο πατέρας, αγρότης στα βουνά της λεσβιακής υπαίθρου. Δεν του φτάνει το κυνήγι του μεροκάματου, θα πρέπει να ανεβοκατεβάζει το παιδί στο σχολειό, 40 χιλιόμετρα τη μέρα… Να πληρώσει αυτός για ακόμη μία φορά το προηγούμενο άδειασμα της λεσβιακής υπαίθρου. Γιατί το επόμενο και τελειωτικό άδειασμα θα το πληρώσουν ο Χαράλαμπος και τα παιδιά του…

Ας είναι. Τα ταξί που δραστηριοποιούνται στην περιοχή δηλώνουν άγνοια. Οι αρμόδιοι λένε πως θα το δουν το θέμα… Ο Χαράλαμπος, δυο βδομάδες τώρα, μένει στο σπίτι. Και η οικογένειά του κάνει έκκληση: «Ας βοηθήσει κάποιος να πάει το παιδί μας στο σχολείο. Κρίμα είναι, αν μη τι άλλο…».

Δευτέρα 19 Σεπτεμβρίου 2011

Ο Ηλιος Ο Ηλιάτορας (Οδ. Ελύτη)

ΑΦΗΓΗΤΗΣ
Ο Ήλιος ο Ηλιάτορας
ο πετροπαιχνιδιάτορας
από την άκρη των ακρώ
κατηφοράει στο Ταίναρο
Φωτιά 'ναι το πηγούνι του
χρυσάφι το πιρούνι του.

Ο ΗΛΙΟΣ
Εσεις στεριές και θάλασσες
τ' αμπέλια κι οι χρυσές ελιές
ακούτε τα χαμπέρια μου
μέσα στα μεσημέρια μου
«Σ' όλους τους τόπους κι αν γυρνώ
μόνον ετούτον αγαπώ!»
Από τη μέση του εγκρεμού
στη μέση του αλλού πελάγου
κόκκινα κίτρινα σπαρτά
νερά πράσινα κι άπατα
«Σ' όλους τους τόπους κι αν γυρνώ
μόνον ετούτον αγαπώ!»

ΤΟ ΤΡΕΛΟΒΑΠΟΡΟ
Βαπόρι στολισμένο βγαίνει στα βουνά
κι αρχίζει τις μανούβρες «βίρα μάινα»
Την άγκυρα φουντάρει στις κουκουναριές
φορτώνει φρέσκο αέρα κι απ' τις δυο μεριές
Είναι από μαύρη πέτρα κι είναι απ' όνειρο
κι έχει λοστρόμο αθώο ναύτη πονηρό
Από τα βάθη φτάνει τους παλιούς καιρούς
βάσανα ξεφορτώνει κι αναστεναγμούς
Έλα Χριστέ και Κύριε λέω κι απορώ
τέτοιο τρελό βαπόρι τρελοβάπορο
Χρόνους μας ταξιδεύει δε βουλιάξαμε
χίλιους καπεταναίους τους αλλάξαμε
Κατακλυσμούς ποτέ δε λογαριάσαμε
μπήκαμε μες στα όλα και περάσαμε
Κι έχουμε στο κατάρτι μας βιγλάτορα
παντοτινό τον Ήλιο τον Ηλιάτορα!


Κυριακή 18 Σεπτεμβρίου 2011

Ποιος είδε κράτος λιγοστό

Ποιος είδε κράτος λιγοστό

σ΄ όλη τη γη μοναδικό,

εκατό να εξοδεύει

και πενήντα να μαζεύει;

Να τρέφει όλους τους αργούς,

νά ΄χει επτά Πρωθυπουργούς,

ταμείο δίχως χρήματα

και δόξης τόσα μνήματα;

Νά ΄χει κλητήρες για φρουρά

και να σε κλέβουν φανερά,

κι ενώ αυτοί σε κλέβουνε

τον κλέφτη να γυρεύουνε;

Όλα σ΄ αυτή τη γη μασκαρευτήκαν

ονείρατα, ελπίδες και σκοποί,

οι μούρες μας μουτσούνες εγινήκαν

δεν ξέρομε τί λέγεται ντροπή.

Σπαθί αντίληψη, μυαλό ξεφτέρι,

κάτι μισόμαθε κι όλα τα ξέρει.

Κι από προσπάππου κι από παππού

συγχρόνως μπούφος και αλεπού.

Θέλει ακόμα -κι αυτό είναι ωραίο-

να παριστάνει τον ευρωπαίο.

Στα δυό φορώντας τα πόδια που ΄χει

στο ΄να λουστρίνι, στ΄ άλλο τσαρούχι.

Σουλούπι, μπόϊ, μικρομεσαίο,

ύφος του γόη, ψευτομοιραίο.

Λίγο κατσούφης, λίγο γκρινιάρης,

λίγο μαγκούφης, λίγο μουρντάρης.

Και ψωμοτύρι και για καφέ

το «δε βαρυέσαι» κι «ωχ αδερφέ».

Ωσάν πολίτης, σκυφτός ραγιάς

σαν πιάσει πόστο: δερβέν-αγάς.

Δυστυχία σου, Ελλάς,

με τα τέκνα που γεννάς!

Ώ Ελλάς, ηρώων χώρα,

τί γαϊδάρους βγάζεις τώρα."



Γεώργιος Σουρής (1853-1919)

Τρίτη 13 Σεπτεμβρίου 2011

περί παιδείας


κ πρώτα απ' όλα τι εννοούμε λέγοντας παιδεία?

την πληροφορία την τεχνική, το δίπλωμα εξειδίκευσης, που εξασφαλίζει γάμο, αυτοκίνητο κ ακίνητο, με πληρωμή την πλήρη υποταγή του εξασφαλισθέντος, για την πνευματική κ ψυχική διάπλαση ενός ελεύθερου ανθρώπου, με τεχνική αναθεώρησης κ ονειρικής δομής, με αγωνία απελευθέρωσης κ με διαθέσεις μιας ιπτάμενης φυγής προς τα άστρα?...



Μ. ΧΑΤΖΙΔΑΚΙΣ

Πέμπτη 1 Σεπτεμβρίου 2011

Αν οι ηλίθιοι ήταν λιγότεροι από τους κακούς, οι κακοί δε θα επιβίωναν

Τα εξωτερικά γνωρίσματα, σε καμιά περίπτωση δεν μπορούν να αποτελέσουν ασφαλές κριτήριο βλακείας। Υπάρχει άραγε πιο αξιόπιστο κριτήριο; Ο οικονομολόγος Κάρολο Μ. Τσιπόλα πιστεύει ότι υπάρχει. Στο βιβλίο του Οι θεμελιώδεις νόμοι της ανθρώπινης βλακείας γράφει: «Από κάθε πράξη ή παράλειψη είτε ωφελούμαστε είτε ζημιωνόμαστε, ενώ την ίδια στιγμή ζημιώνουμε ή ωφελούμε τρίτους». Όχι μόνο οικονομικά ή με την έννοια της ηθικής ικανοποίησης, αλλά και ψυχολογικά, με την έννοια της συναισθηματικής πίεσης. Με βάση αυτή ακριβώς τη ζυγαριά κέρδους-απώλειας και χρησιμοποιώντας ένα σύστημα καρτεσιανών αξόνων μπορούμε να χωρίσουμε το ανθρώπινο είδος σε τέσσερις μεγάλες κατηγορίες. Σ´ αυτούς που υστερούν σε πνευματικά εφόδια, στους έξυπνους, στους κακούς και προφανώς στους βλάκες. Οι πρώτοι είναι εκείνοι που ωφελούν τους άλλους, ζημιώνοντας τον εαυτό τους. Στην δεύτερη κατηγορία ανήκουν εκείνοι που πάντα αποκομίζουν κάποιο όφελος είτε για τον εαυτό τους είτε για τους άλλους. Κακοί είναι όσοι, προκειμένου να κερδίσουν κάτι οι ίδιοι, βλάπτουν τους άλλους. Και ηλίθιοι είναι όσοι, χωρίς να αποκομίζουν κάποιο όφελος, βλάπτουν τους άλλους ή ακόμα και τον ίδιο τους τον εαυτό. Μερικοί θα χρησιμοποιήσουν ως αντεπιχείρημα ότι είναι πολύ δύσκολο να κρίνει κανείς αντικειμενικά κάποια γενικής φύσεως προτερήματα ή ελαττώματα. Και κυρίως ότι πρέπει να λαμβάνουμε υπόψη μας τις αξίες του κάθε ανθρώπου ξεχωριστά για να μπορέσουμε να ζυγίσουμε τα υπέρ και τα κατά.

Πράγματι, οι παραπάνω κατηγορίες δεν είναι απόλυτες, γιατί η πλειοψηφία των ανθρώπων δεν ενεργεί πάντα με τον ίδιο τρόπο. Ένας κατά βάση έξυπνος άνθρωπος δεν αποκλείεται να συμπεριφερθεί σαν ηλίθιος ή να υιοθετήσει συμπεριφορά κακού..


(Αν οι ηλίθιοι ήταν λιγότεροι από τους κακούς, οι κακοί δε θα επιβίωναν του Σάμιουελ Μπάτλερ)

Αρχειοθήκη ιστολογίου

"Iolikh Gh"

Anoi3h, almyra, ry8mos, armonia, perisullogh, galhnh, hsyxia, ka8aros orizontas & euforia, kyverna ton topo touto.

Gia onta me psyxes lian kymatwdhs kai trikumiwdhs, pou o kairos tous pernaei omoios kai axaros. O egkelados pou 8a tous tarakounhsei argei. Synhdeita poreyonte sthn zwh, ypo to temenos ths epilektikhs monaxikothtas. Syxna pernan nyxtomenoi, apeires megales vdomades.

3eroun na agapoun storgika, exoun sevasmo, h8os, eygeneia. 3eroun na mhn xanoun to 8arros tous, to kouragio tous kai to xamogelo tous, 3eroun na mh fovounte na mhn distazoun.
Diaforetikh nootropia. Pragmateuontai se alla metra.

Exoun epignwsh twn anatrixiastikwn pagidwn, ma zoun e3w apo voes, vromeres ana8umiaseis kai astoxasies. Zoun ka8estws siwphs, mias siwphs gemaths fwnes apo tis parousies twn katoikwn.

8eos tous: o Aiolos (oi katoikoi ypotasonte se diafores psyxikes katastaseis, psyxanemhsmata). Tous kyverna armonika ypo afethria proswpikh. Tous kalliergei psyxika tous paraxwrei thn gnwsh kai thn synhdeish ths opoias a3ias.


Syxna erxonte ypo thn parormish enstiktou, ypo thn diais8hsh, touth thn magikh dynamh. 3exnan, synerxonte, ka8onte 3anaskeftonte.


Prwtoi katoikoi sthn "xwra twn Iolikwn" koinoi 8nhtoi, ( ^vag^, Astropeleki, vivian-35, stamatakos, MWRAKLA-28, tasos-41, DJ-TONY, boreios, galois, arisv, agkalitsas, Markos_, magiatiko, baggio, Dimitris-5926, ^^asximoula^^, F-38-THES, LaDy_O) zwa, (Lykos, gourouni, mustela, pasxalitsa) laxanika, (chili) hrwes (Lemonidas, Spartan, winx, Spiderman7, Diyaneira) o arxaios 8eos Erebos, ta 8aumata ths epistimhs Powered kai Z3rOtIm3 ma kai o a-g-i-o-s, to pacotini, plasmata spania opws o MAKLEON, o A-Steritiko, o bruce-dickinson, o acId, mexri kai kotzam etairiko o kontos-ae.


"H xwra twn Iolikwn" gh, katafugio gia meleth, kapote kata proswpo ths zwhs. Gia osous 3eroun na perpatoun kai na petan pshla, mporoun na moirasoun kommatia tou eaytou tous genneodwra, tolmoun na zoun ton ouranio paradeiso sthn ghinh zwh.

To xamogelo tou paidiou

ActionAid

ActionAid
Pes "OXI" sthn Peina..

greenpeace

greenpeace
kairos gia drash

Arktouros

Arktouros
yo8ethste mia arkouda

Anakuklwsh

Anakuklwsh
Anakuklwnw kai den k@l@nw